- δέπας
- δέπας (-ατος), το (Α)1. είδος ποτηριού, χρυσού ή αργυρού με επιχρυσωμένα χείλη, που τό χρησιμοποιούσαν κυρίως για σπονδή2. μετάλλινο ή πήλινο ποτήρι με δύο λαβές3. το χρυσό ποτήρι, μέσα στο οποίο, σαν σε λέμβο, ο Ήλιος περνούσε τον ωκεανό τη νύχτα, πλέοντος από τα δυτικά στα ανατολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέπας είναι δάνεια λ., μεσογειακής προελεύσεως, όπως και πολλές άλλες λέξεις με τη σημασία τού δοχείου (πρβλ. μυκην. dipa)].
Dictionary of Greek. 2013.